φέρνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φέρνιον | τὰ | φέρνιᾰ |
| γενική | τοῦ | φερνίου | τῶν | φερνίων |
| δοτική | τῷ | φερνίῳ | τοῖς | φερνίοις |
| αιτιατική | τὸ | φέρνιον | τὰ | φέρνιᾰ |
| κλητική ὦ! | φέρνιον | φέρνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φερνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φερνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- φέρνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.