υπολαμβάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπολαμβάνω < αρχαία ελληνική ὑπολαμβάνω < ὑπό + λαμβάνω

Ρήμα

υπολαμβάνω

  1. (αρχαιοπρεπές) εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ
  2. (αρχαιοπρεπές) διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.