υπευθύνως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπευθύνως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπευθύνως < αρχαία ελληνική (επίθετο) ὑπεύθυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peˈfθi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπευθύνως
τονικό παρώνυμο: υπεύθυνος

Επίρρημα

υπευθύνως

  • (λόγιο) υπεύθυνα, κυρίως στην έκφραση
    δηλώνω υπευθύνως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.