υλοενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η υλοενέργεια
      γενική της υλοενέργειας
    αιτιατική την υλοενέργεια
     κλητική υλοενέργεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υλοενέργεια < ύλ(η) + -ο- + ενέργεια  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lo.eˈneɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υλοενέργεια

Ουσιαστικό

υλοενέργεια θηλυκό

  • (νεολογισμός, φυσική) η ύλη και η ενέργεια ως σύνολο, ως ενιαία υπόσταση
      Οι κοσμολόγοι πιστεύουν ότι η διαστολή επιβραδυνόταν μέχρι πριν από 5 έως 7 δισεκατομμύρια χρόνια, οπότε εμφανίστηκε μυστηριωδώς η σκοτεινή ενέργεια και άρχισε να επιταχύνει τη διαστολή. Σήμερα, η δύναμη αυτή είναι τόσο ισχυρή ώστε πιστεύεται ότι αντιστοιχεί στο 73% της συνολικής υλοενέργειας του Σύμπαντος (σύμφωνα με τη σχετικότητα του Αϊνστάιν, η ύλη και η ενέργεια είναι ισοδύναμες). (Βαγγέλης Πρατικάκης, Φως στη σκοτεινή ύλη, Το Βήμα, 3 Απριλίου 2012)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.