υδρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υδρεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος υδρεύω < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈðɾe.vo.me/
Συνώνυμα
- υδροδοτούμαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ύδωρ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υδρεύομαι | υδρευόμουν(α) | θα υδρεύομαι | να υδρεύομαι | ||
| β' ενικ. | υδρεύεσαι | υδρευόσουν(α) | θα υδρεύεσαι | να υδρεύεσαι | (υδρεύου) | |
| γ' ενικ. | υδρεύεται | υδρευόταν(ε) | θα υδρεύεται | να υδρεύεται | ||
| α' πληθ. | υδρευόμαστε | υδρευόμαστε υδρευόμασταν |
θα υδρευόμαστε | να υδρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | υδρεύεστε | υδρευόσαστε υδρευόσασταν |
θα υδρεύεστε | να υδρεύεστε | (υδρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | υδρεύονται | υδρεύονταν υδρευόντουσαν |
θα υδρεύονται | να υδρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υδρεύτηκα | θα υδρευτώ | να υδρευτώ | υδρευτεί | ||
| β' ενικ. | υδρεύτηκες | θα υδρευτείς | να υδρευτείς | υδρεύσου | ||
| γ' ενικ. | υδρεύτηκε | θα υδρευτεί | να υδρευτεί | |||
| α' πληθ. | υδρευτήκαμε | θα υδρευτούμε | να υδρευτούμε | |||
| β' πληθ. | υδρευτήκατε | θα υδρευτείτε | να υδρευτείτε | υδρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | υδρεύτηκαν υδρευτήκαν(ε) |
θα υδρευτούν(ε) | να υδρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υδρευτεί | είχα υδρευτεί | θα έχω υδρευτεί | να έχω υδρευτεί | υδρευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υδρευτεί | είχες υδρευτεί | θα έχεις υδρευτεί | να έχεις υδρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υδρευτεί | είχε υδρευτεί | θα έχει υδρευτεί | να έχει υδρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υδρευτεί | είχαμε υδρευτεί | θα έχουμε υδρευτεί | να έχουμε υδρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υδρευτεί | είχατε υδρευτεί | θα έχετε υδρευτεί | να έχετε υδρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υδρευτεί | είχαν υδρευτεί | θα έχουν υδρευτεί | να έχουν υδρευτεί | ||
Μεταφράσεις
υδρεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.