τροπάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τροπάριν < τροπάρ(ιον) + -ιν για αποφυγή της χασμωδίας.[1] αρχαία ελληνική τρόπ(ος) στη σημασία: μουσικός τρόπος + υποκοριστικό επίθημα -άριν
Ουσιαστικό
τροπάριν ουδέτερο
Παράγωγα
με τροπαρι-
- τροπαριακός
- τροπαρίζω
- τροπαρικός
- τροπαριόλογον (τροπολόγιον)
- τροπάρισμα
Αναφορές
- τροπάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- τροπάριν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.