το κερασάκι στην τούρτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

το κερασάκι στην τούρτα <  δείτε τις λέξεις το, κερασάκι, στην και τούρτα

Προφορά

ΔΦΑ : /to‿ceɾaˈsaci stin‿ˈduɾta/

Έκφραση

το κερασάκι στην τούρτα

  • κάτι που θα μπορούσε να λείπει, επιτείνει τη σημασία του περιττού, το επιπλέον, που κάνει κάτι καλό καλύτερο (ή, ειρωνικά, κάτι άσχημο χειρότερο)
      Μια μέρα πριν την αναχώρηση ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα: ο Ζίγκυ ξαναέριξε στο τραπέζι τη φοβερή ιδέα του να μεταφερθώ στης Γλύκας για όλο τον Αύγουστο! Έγινα έξαλλος.
    Λένα Διβάνη, Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης, (2012): Εκδόσεις Καστανιώτη @books.google

  • από πάνω
  • σα να μην έφτανε
  • αυτό μας έλειπε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.