το δέον γενέσθαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

το δέον γενέσθαι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τὸ δέον γενέσθαι < πιθανώς αρχαία ελληνική δεῖ γενέσθαι (δεῖ + απαρέμφατο γενέσθαι του ρήματος γίγνομαι)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /to ˈðeon ʝeˈnesθe/

Έκφραση

το δέον γενέσθαι

  • (απαρχαιωμένο, αρχαιοπρεπές) αυτό που πρέπει (το δέον, το πρακτέον) να γίνει (γενέσθαι)
    Δεν υπάρχει συμφωνία ως προς το δέον γενέσθαι.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • δέων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.