γιούκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιούκος | οι | γιούκοι |
| γενική | του | γιούκου | των | γιούκων |
| αιτιατική | τον | γιούκο | τους | γιούκους |
| κλητική | γιούκε | γιούκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝu.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιού‐κος
Ετυμολογία 1
- γιούκος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یوك (τουρκική yük) < πρωτοτουρκική *yük- (φορτώνω, μεταφέρω)
Μεταφράσεις
λαϊκότροπη λέξη για στίβα με στρώματα
|
|
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
γιούκος αρσενικό
Αναφορές
- γιούκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- {{enWIKT|oymak#Etymology_2|oymak#Etymology 2
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.