τα παίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τα παίζω <  δείτε τη λέξη τα (ουδέτερο, πληθυντικός) & παίζω

Έκφραση

τα παίζω

  1. τρελαίνομαι, φρικάρω, χάνω τον έλεγχο
    Τα 'χω παίξει σήμερα! Δεν μπορώ άλλο!
  2. (για μηχάνημα) υπάρχει βλάβη, χαλάω
    Το κινητό τα 'παιξε! Ήρθε η ώρα ν' αγοράσω ένα καινούργιο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.