ταϊτιανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ταϊτιανά | ||
| γενική | των | ταϊτιανών | ||
| αιτιατική | τα | ταϊτιανά | ||
| κλητική | ταϊτιανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ταϊτιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταϊτινά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.