τάλιρα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τάλιρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τάλιρο
- (λαϊκότροπο) λεφτά, χρήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.