σώψυχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σώψυχα | ||
| γενική | των | σώψυχων | ||
| αιτιατική | τα | σώψυχα | ||
| κλητική | σώψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σώψυχα < εσώψυχα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈso.psi.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σώ‐ψυ‐χα
Μεταφράσεις
σώψυχα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.