σύμμειξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμμειξῐς αἱ συμμείξεις
      γενική τῆς συμμείξεως τῶν συμμείξεων
      δοτική τῇ συμμείξει ταῖς συμμείξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμμειξῐν τὰς συμμείξεις
     κλητική ! σύμμειξῐ συμμείξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμμείξει
γεν-δοτ τοῖν  συμμειξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

σύμμειξις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.