σωρηδόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σωρηδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωρηδόν < αρχαία ελληνική σωρ(ός) + -ηδόν
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.ɾiˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐ρη‐δόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σωρηδόν < αρχαία ελληνική σωρ(ός) + -ηδόν
Πηγές
- σωρηδόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωρηδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.