σχέδιο πόλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχέδιο πόλης τα σχέδια πόλης
      γενική του σχεδίου &
σχέδιου πόλης
των σχεδίων πόλης
    αιτιατική το σχέδιο πόλης τα σχέδια πόλης
     κλητική σχέδιο πόλης σχέδια πόλης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχέδιο πόλης <  δείτε τις λέξεις σχέδιο και πόλη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsçe.ði.o ˈpo.lis/

Πολυλεκτικός όρος

σχέδιο πόλης ουδέτερο

  • άλλη μορφή του σχέδιο πόλεως
      Ακόμα και μέσα σε αυτό που θεωρούμε «αστικό κορμό» της Αθήνας υπάρχουν μεγάλες οικιστικές περιοχές που παραμένουν εκτός σχεδίου πόλης, συνήθως επειδή κάποτε ήταν βιομηχανικές ή αγροτικές.
    Γιώργος Λιάλιος, Διπλή επιβάρυνση για την ένταξη στο σχέδιο πόλης, Η Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 2017

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.