σφυρόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφυρόν τὰ σφυρᾰ́
      γενική τοῦ σφυροῦ τῶν σφυρῶν
      δοτική τῷ σφυρ τοῖς σφυροῖς
    αιτιατική τὸ σφυρόν τὰ σφυρᾰ́
     κλητική ! σφυρόν σφυρᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφυρώ
γεν-δοτ τοῖν  σφυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφυρόν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σφυρόν, -οῦ ουδέτερο

  1. (ανατομία) αστράγαλος του ποδιού
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 277 (274-277)
    ἢ προσέκοψ᾽ ἐν | τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, | εἶτ᾽ ἐφλέγμηνεν αὐτοῦ | τὸ σφυρὸν γέροντος ὄντος;
    Στο σκοτάδι μήπως σκόνταψε | και το δάχτυλό του χτύπησε | και του κακοφόρμισε ίσως το στραγάλι; | Κάτι τέτοια τα παθαίνουν όλοι οι γέροι.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1179 @scaife.perseus
    καὶ τὸ σφυρὸν παλίνορρον ἐξεκόκκισεν,
  2. (μεταφορικά) πρόποδες βουνού
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 46 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (2.44-2.46)
    ὃς | ἵπποισι Μαγνητίδεσσι ἐμίγνυτ' ἐν Παλίου | σφυροῖς,
    κι εκείνος | με τις μαγνησιώτικες εσμίχτηκε φοράδες στου Πηλίου | τα ριζά
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr
  3. το πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης

Συγγενικά

  • σφυρόομαι
  • σφυρόω
  • σφυρωτήρ

Σύνθετα

  • ἁβρόσφυρος
  • ἐπισφύριος
  • ἐπίσφυρος
  • εὔσφυρος
  • καλλίσφυρος
  • λευκόσφυρος
  • ὁλόσφυρος
  • παράσφυρος
  • περίσφυρος
  • ῥοδόσφυρος
  • σφυροπρησιπύρα
  • σφυροτομέω
  • τανίσφυρος
  • τανύσφυρος
  • χλιδανόσφυρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.