σφυγμομετρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
σφυγμομετρώ
- μετρώ τους σφυγμούς κάποιου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- (μεταφορικά) διερευνώ τις τάσεις και τις απόψεις της κοινωνίας μέσω δημοσκόπησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.