σφοντύλιν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σφοντύλιν < ελληνιστική κοινή σφονδύλιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) σφόνδυλος
Ουσιαστικό
σφοντύλιν
- σφοντύλι
- Τῆς δὲ παιδίσκης καθεζομένης καὶ νηθούσης τὸ λίνον, ἐγένετο τὸ σφοντύλιν τῆς ἀτράκτου αὐτῆς ἐκπεσεῖν καὶ κυλισθὲν εἰσελθεῖν εἰς βαθυτάτην ὀπὴν πρὸς τὸν τοῖχον. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, 53, 325)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.