σφικτός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σφικτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφιγκτός (σφιχτοδεμένος) με αποβολή του [ŋ] πριν από [ɡ]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σφιχτός
Πηγές
- σφιχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.