σφικτός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σφικτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφιγκτός (σφιχτοδεμένος) με αποβολή του [ŋ] πριν από [ɡ]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σφιχτός

Επίθετο

σφικτός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.