συφιλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.fiˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐φι‐λιά‐ζω
- παρώνυμο: σοφιλιάζω
Ρήμα
συφιλιάζω, αόρ.: συφίλιασα, παθ.φωνή: συφιλιάζομαι, μτχ.π.π.: συφιλιασμένος
- (προφορικό) δυσανασχετώ, εκνευρίζομαι, σκάω απ' το κακό μου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συφιλιάζω | συφίλιαζα | θα συφιλιάζω | να συφιλιάζω | συφιλιάζοντας | |
| β' ενικ. | συφιλιάζεις | συφίλιαζες | θα συφιλιάζεις | να συφιλιάζεις | συφίλιαζε | |
| γ' ενικ. | συφιλιάζει | συφίλιαζε | θα συφιλιάζει | να συφιλιάζει | ||
| α' πληθ. | συφιλιάζουμε | συφιλιάζαμε | θα συφιλιάζουμε | να συφιλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | συφιλιάζετε | συφιλιάζατε | θα συφιλιάζετε | να συφιλιάζετε | συφιλιάζετε | |
| γ' πληθ. | συφιλιάζουν(ε) | συφίλιαζαν συφιλιάζαν(ε) |
θα συφιλιάζουν(ε) | να συφιλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συφίλιασα | θα συφιλιάσω | να συφιλιάσω | συφιλιάσει | ||
| β' ενικ. | συφίλιασες | θα συφιλιάσεις | να συφιλιάσεις | συφίλιασε | ||
| γ' ενικ. | συφίλιασε | θα συφιλιάσει | να συφιλιάσει | |||
| α' πληθ. | συφιλιάσαμε | θα συφιλιάσουμε | να συφιλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | συφιλιάσατε | θα συφιλιάσετε | να συφιλιάσετε | συφιλιάστε | ||
| γ' πληθ. | συφίλιασαν συφιλιάσαν(ε) |
θα συφιλιάσουν(ε) | να συφιλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συφιλιάσει | είχα συφιλιάσει | θα έχω συφιλιάσει | να έχω συφιλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συφιλιάσει | είχες συφιλιάσει | θα έχεις συφιλιάσει | να έχεις συφιλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συφιλιάσει | είχε συφιλιάσει | θα έχει συφιλιάσει | να έχει συφιλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συφιλιάσει | είχαμε συφιλιάσει | θα έχουμε συφιλιάσει | να έχουμε συφιλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συφιλιάσει | είχατε συφιλιάσει | θα έχετε συφιλιάσει | να έχετε συφιλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συφιλιάσει | είχαν συφιλιάσει | θα έχουν συφιλιάσει | να έχουν συφιλιάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συφιλιασμένος - είμαστε, είστε, είναι συφιλιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συφιλιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συφιλιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συφιλιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συφιλιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συφιλιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συφιλιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
συφιλιάζω
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.