συφιλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συφιλιάζω < σύφιλ(η) + -ιάζω ή σύφιλ(ις) + -άζω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.fiˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συφιλιάζω
παρώνυμο: σοφιλιάζω

Ρήμα

συφιλιάζω, αόρ.: συφίλιασα, παθ.φωνή: συφιλιάζομαι, μτχ.π.π.: συφιλιασμένος

  • (προφορικό) δυσανασχετώ, εκνευρίζομαι, σκάω απ' το κακό μου
      Τώρα υπάρχει και αυτό το είδος ανθρώπου, κάτι είναι και αυτό, μπορεί σε κάποιους να ανάβει κόκκινο, να συφιλιάζουν, δεν ξέρω. («Ήρθε η ώρα να πούμε το δικό μας “φτάνει πια”», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, )

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.