συνοφρυώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνοφρυώνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοφρυ(οῦμαι) + -ώνομαι, συνηρημένος τύπος του συνοφρυόομαι < συν- + ὀφρύς
Ρήμα
συνοφρυώνομαι, π.αόρ.: συνοφρυώθηκα, μτχ.π.π.: συνοφρυωμένος (αποθετικό ρήμα)
- μαζεύω τα φρύδια μου και εκφράζω μ’ αυτόν τον τρόπο διάφορα συναισθήματα (θυμό, απογοήτευση, δυσαρέσκεια κ.ά.)
Συγγενικά
- συνοφρυωμένος
- συνοφρύωση
- → δείτε τη λέξη φρύδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.