συνοδεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνοδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συνοδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.noˈðe.vo.me/
ομόηχο: συνοδεύομε
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνοδεύομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συνοδεύομαι

Ρήμα

συνοδεύομαι, π.αόρ.: συνοδεύτηκα/συνοδεύθηκα, μτχ.π.π.: συνοδευμένος, (ενεργ.: συνοδεύω)

  • με συνοδεύουν
    Ο λόγος του πρωθυπουργού αυτή τη φορά δεν συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.