συνιστώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνιστώμαι < παθητική φωνή του συνιστώ (συγκροτώ, συστήνω)· δείτε επίσης και συνίσταμαι και συνιστώ και συστήνω

Ρήμα

συνιστώμαι

  1.  δείτε τη λέξη συνιστώ
  2. συγκροτούμαι, συστήνομαι, ιδρύομαι
    Συνιστάται Διυπουργική Eπιτροπή Συμπράξεων Δημόσιου και Iδιωτικού Tομέα (ΔEΣΔIT). (από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15-5-2005)
  3. με συστήνουν, με προτείνουν ως κατάλληλο
    η χρήση αυτού του φαρμάκου συνιστάται να γίνεται με τη δέουσα προσοχή

Σημειώσεις

  • όταν το γ΄πρόσωπο ενικού ενεστώτα τονίζεται στην παραλήγουσα (συνιστάται) προέρχεται από το συνιστώμαι και ισχύουν οι δύο έννοιες, δηλ. προτείνεται, παρέχεται ως συμβουλή και (κυρίως σε λόγιες ή επίσημες εκφράσεις) συγκροτείται, ιδρύεται:
  • για την ουρολοίμωξη συνιστάται η κατάλληλη αντιβίωση που συστήνει (ή συνιστά) ο γιατρός στον ασθενή και δεν συνιστάται να παίρνει ο ασθενής ευκαιριακά όποιο αντιβιοτικό του συνιστούν οι φίλοι του
  • το γ΄πρόσωπο ενικού ενεστώτα όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (συνίσταται) είναι τύπος του συνίσταμαι και χρησιμοποιείται συνήθως με την έννοια του αποτελείται από, σύγγκειται:
  • η θεραπεία συνίσταται στη λήψη αντιβίωσης, στην λήψη πολλών υγρών και εν ανάγκη σε κάποια επεμβατική πράξη (τη θεραπεία δηλαδή, την αποτελούν αυτές οι τρεις μέθοδοι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.