συμβιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συμβιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβιώνω
  2. θα συμβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συμβιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμβίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.