συγκρητικό

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκριτικό
παλιότερος συλλαβισμός: συγκριτικό
ομόηχο: συγκρητικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

συγκρητικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του συγκρητικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συγκρητικός

  • παλιότερη μορφή: συγκριτικόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.