συγκεκριμενοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκεκριμενοποιώ < συγκεκριμένος + ποιώ
Ρήμα
συγκεκριμενοποιώ
- καθιστώ κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, σαφέστερο, ειδικότερο, εντός ενός χρονικού, ποσοτικού ή οτιδήποτε άλλου ορίου ή πλαισίου
- Καλή η ιδέα σας σε γενικές γραμμές, αλλά πρέπει να τη συγκεκριμενοποιήσετε
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.