στιλβώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στιλβώνω < μεσαιωνική ελληνική στιλβώνω[1] < ελληνιστική κοινή στιλβόω / στιλβῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική στίλβη
Ρήμα
στιλβώνω (παθητική φωνή: στιλβώνομαι)
Συγγενικά
- αστίλβωτος
- στίλβων
- στίλβωση
- στιλβωτήριο
- στιλβωτής
- στιλβωτικός
- → δείτε τη λέξη στίλβη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στιλβώνω | στίλβωνα | θα στιλβώνω | να στιλβώνω | στιλβώνοντας | |
| β' ενικ. | στιλβώνεις | στίλβωνες | θα στιλβώνεις | να στιλβώνεις | στίλβωνε | |
| γ' ενικ. | στιλβώνει | στίλβωνε | θα στιλβώνει | να στιλβώνει | ||
| α' πληθ. | στιλβώνουμε | στιλβώναμε | θα στιλβώνουμε | να στιλβώνουμε | ||
| β' πληθ. | στιλβώνετε | στιλβώνατε | θα στιλβώνετε | να στιλβώνετε | στιλβώνετε | |
| γ' πληθ. | στιλβώνουν(ε) | στίλβωναν στιλβώναν(ε) |
θα στιλβώνουν(ε) | να στιλβώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στίλβωσα | θα στιλβώσω | να στιλβώσω | στιλβώσει | ||
| β' ενικ. | στίλβωσες | θα στιλβώσεις | να στιλβώσεις | στίλβωσε | ||
| γ' ενικ. | στίλβωσε | θα στιλβώσει | να στιλβώσει | |||
| α' πληθ. | στιλβώσαμε | θα στιλβώσουμε | να στιλβώσουμε | |||
| β' πληθ. | στιλβώσατε | θα στιλβώσετε | να στιλβώσετε | στιλβώστε | ||
| γ' πληθ. | στίλβωσαν στιλβώσαν(ε) |
θα στιλβώσουν(ε) | να στιλβώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στιλβώσει | είχα στιλβώσει | θα έχω στιλβώσει | να έχω στιλβώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στιλβώσει | είχες στιλβώσει | θα έχεις στιλβώσει | να έχεις στιλβώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στιλβώσει | είχε στιλβώσει | θα έχει στιλβώσει | να έχει στιλβώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στιλβώσει | είχαμε στιλβώσει | θα έχουμε στιλβώσει | να έχουμε στιλβώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στιλβώσει | είχατε στιλβώσει | θα έχετε στιλβώσει | να έχετε στιλβώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στιλβώσει | είχαν στιλβώσει | θα έχουν στιλβώσει | να έχουν στιλβώσει |
| |
Μεταφράσεις
- στιλβώνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.