σταφίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰφῐδ-
ονομαστική σταφίς αἱ σταφίδες
      γενική τῆς σταφίδος τῶν σταφίδων
      δοτική τῇ σταφίδ ταῖς σταφίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σταφίδ τὰς σταφίδᾰς
     κλητική ! σταφίς* σταφίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταφίδε
γεν-δοτ τοῖν  σταφίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταφίς (τεχνικός όρος) < ἀσταφίς

Ουσιαστικό

σταφίς θηλυκό

Συγγενικά

  • ἀγριοσταφίδες
  • αἱμοσταφίς
  • ἀποσταφιδοῦμαι, ἀποσταφιδόομαι
  • προσταφιδοῦμαι, προσταφιδόομαι
  • σταφιδευταῖος
  • σταφίδιον
  • σταφίδιος
  • σταφιδίτης
  • σταφιδῖτις
  • σταφιδοποιΐα
  • σταφιδῶ, σταφιδόω

από το ἀσταφίς / ὀσταφίς

  • ἀσταφιδίτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.