σταφίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| στᾰφῐδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σταφίς | αἱ | σταφίδες | |
| γενική | τῆς | σταφίδος | τῶν | σταφίδων | |
| δοτική | τῇ | σταφίδῐ | ταῖς | σταφίσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | σταφίδᾰ | τὰς | σταφίδᾰς | |
| κλητική ὦ! | σταφίς* | σταφίδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταφίδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταφίδοιν | |||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σταφίς (τεχνικός όρος) < ἀσταφίς
Ουσιαστικό
σταφίς θηλυκό
Συγγενικά
- ἀγριοσταφίδες
- αἱμοσταφίς
- ἀποσταφιδοῦμαι, ἀποσταφιδόομαι
- προσταφιδοῦμαι, προσταφιδόομαι
- σταφιδευταῖος
- σταφίδιον
- σταφίδιος
- σταφιδίτης
- σταφιδῖτις
- σταφιδοποιΐα
- σταφιδῶ, σταφιδόω
από το ἀσταφίς / ὀσταφίς
- ἀσταφιδίτης
Πηγές
- σταφίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταφίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.