σπεσιαλιτέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπεσιαλιτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική spécialité[1]
Ουσιαστικό
σπεσιαλιτέ θηλυκό άκλιτο
- φαγώσιμο που παρασκευάζεται αποκλειστικά από κάποιον ή κάποια περιοχή που ειδικεύονται στην δημιουργία του
- (γενικότερα) κάτι που πιστεύουμε ότι κάνουμε καλύτερα από τους άλλους, δηλαδή ότι είμαστε εξειδικευμένοι σε αυτό
Μεταφράσεις
σπεσιαλιτέ
|
- σπεσιαλιτέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.