σπεσιαλιτέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπεσιαλιτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική spécialité[1]

Ουσιαστικό

σπεσιαλιτέ θηλυκό άκλιτο

  1. φαγώσιμο που παρασκευάζεται αποκλειστικά από κάποιον ή κάποια περιοχή που ειδικεύονται στην δημιουργία του
  2. (γενικότερα) κάτι που πιστεύουμε ότι κάνουμε καλύτερα από τους άλλους, δηλαδή ότι είμαστε εξειδικευμένοι σε αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.