σουπέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σουπέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική souper[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈpe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουπέ

Ουσιαστικό

σουπέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.