σκῆψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σκῆψῐς | αἱ | σκήψεις |
| γενική | τῆς | σκήψεως | τῶν | σκήψεων |
| δοτική | τῇ | σκήψει | ταῖς | σκήψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σκῆψῐν | τὰς | σκήψεις |
| κλητική ὦ! | σκῆψῐ | σκήψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκήψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκηψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκῆψις, -εως θηλυκό
- πρόφαση, πρόσχημα, δικαιολογία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 72.3
- τοῦτο δὲ ἔχω αὐτὸς σκῆψιν εὐπρεπεστάτην τῇ πάριμεν, φὰς ἄρτι τε ἥκειν ἐκ Περσέων καὶ βούλεσθαί τι ἔπος παρὰ τοῦ πατρὸς σημῆναι τῷ βασιλέϊ.
- έπειτα, εγώ ο ίδιος έχω πρώτης τάξεως πρόσχημα για να μπούμε: θα πω ότι μόλις έφτασα από την Περσία και θέλω να μεταδώσω στον βασιλιά μήνυμα από τον πατέρα μου.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοῦτο δὲ ἔχω αὐτὸς σκῆψιν εὐπρεπεστάτην τῇ πάριμεν, φὰς ἄρτι τε ἥκειν ἐκ Περσέων καὶ βούλεσθαί τι ἔπος παρὰ τοῦ πατρὸς σημῆναι τῷ βασιλέϊ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 122
- μόχθος γὰρ οὐδεὶς τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει.,
- Οι νέοι δε βρίσκουν αφορμές μπρος σε όποιο αγώνα.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- μόχθος γὰρ οὐδεὶς τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει.,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 29 (29-30)
- ἐς μὲν γὰρ ἄνδρα σκῆψιν εἶχ᾽ ὀλωλότα, | παίδων δ᾽ ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνωι.
- Γιατί ᾽χε πρόφαση για του άντρα της τον φόνο· | του κόσμου όμως φοβήθηκε το μίσος, αν τα παιδιά θανάτωνε.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ἐς μὲν γὰρ ἄνδρα σκῆψιν εἶχ᾽ ὀλωλότα, | παίδων δ᾽ ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνωι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 72.3
- (σε δικαστήριο) ένσταση
- ※ 325/324 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1629. στ. 205 (204-217), @epigraphy.packhum.org
- ὅπω[ς] δ’ ἂν
[καὶ] αἱ σκήψεις εἰσαχθῶσι,
[τοὺ]ς θεσμοθέτας παρα-
[πλ]ηρῶσαι δικαστήρια εἰς
[ἕν]α καὶ διακοσίους τῶι
[στ]ρατηγῶι τῶι ἐπὶ τὰς συμ-
[μ]ορίας ἡιρημένωι ἐν τῶι
[Μ]ουνιχιῶνι μηνὶ τῆι δευ-
[τ]έραι ἱσταμένου καὶ τῆι
[π]έμπτηι ἱσταμένου, τὸν
δὲ μισθὸν διδόναι τοῖς
δικαστηρίοις τοὺς ταμί-
[α]ς τῶν τῆς θεοῦ κατὰ τὸν
[νό]μον.
- ὅπω[ς] δ’ ἂν
- ※ 325/324 πκε, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1629. στ. 205 (204-217), @epigraphy.packhum.org
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκήπτω
Πηγές
- σκῆψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκῆψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.