σκεπτικότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκεπτικότης αἱ σκεπτικότητες
      γενική τῆς σκεπτικότητος τῶν σκεπτικοτήτων
      δοτική τῇ σκεπτικότητι ταῖς σκεπτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σκεπτικότητα τὰς σκεπτικότητας
     κλητική ! σκεπτικότης σκεπτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεπτικότης (μαρτυρείται από το 1854) [1] [2] < σκεπτικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

σκεπτικότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές

  1. σκεπτικός (& σκεπτικότητα, 1854) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σελ. 910, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.