σκελετά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | σκελετός | οι | σκελετοί | τα | σκελετά |
| γενική | του | σκελετού | των | σκελετών | των | σκελετών |
| αιτιατική | τον | σκελετό | τους | σκελετούς | τα | σκελετά |
| κλητική | σκελετέ | σκελετοί | σκελετά | |||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- σκελετά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του σκελετός
Ουσιαστικό
σκελετά ουδέτερο στον πληθυντικό
Αναφορές
- §606,β - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 258.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.