σκελετά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο σκελετός οι σκελετοί τα σκελετά
      γενική του σκελετού των σκελετών των σκελετών
    αιτιατική τον σκελετό τους σκελετούς τα σκελετά
     κλητική σκελετέ σκελετοί σκελετά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκελετά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του σκελετός

Ουσιαστικό

σκελετά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σκελετοί
    1. ο σκελετός διαφόρων κατασκευών ή αντικειμένων, όπως κτήρια, έπιπλα ή ματογυάλια
      δε λέει να προχωρήσει η οικοδομή, είμαστε ακόμη στα σκελετά
      έχω εργαστήριο που επισκευάζει σκελετά σαλονιών
    2. θήκες για εμπορεύματα [1]

Αναφορές

  1. §606,β - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 258.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.