σκαριφάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σκαριφάομαι < σκάριφος / σκάριφον, κάρφος (σκαρφί, καρφί) η φρύγανο, κλαδάκι)
Ρήμα
σκαριφάομαι
Συγγενικά
- σκαριφισμός (έτσι χαρακτηρίζονται από τον Αριστοφανη στους "Βατράχους" οι διαλέξεις των φιλοσόφων = "λένε ό,τι τους κατεβάσει ο νους τους"
- σκαρίφημα
- λατινικά : scarificare
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.