σκαμπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκαμπάζω < μεσαιωνική ελληνική σκαμβάζω < (ελληνιστική κοινή) καμβός
Προφορά
- ΔΦΑ : /skamˈba.zo/
Ρήμα
σκαμπάζω
Σημειώσεις
- συνήθως χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές ή αρνητικές προτάσεις
Μεταφράσεις
σκαμπάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.