ντετόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντετόρος οι ντετόροι
      γενική του ντετόρου των ντετόρων
    αιτιατική τον ντετόρο τους ντετόρους
     κλητική ντετόρε ντετόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντετόρος < άμεσο δάνειο από την ιταλική dottore

Ουσιαστικό

ντετόρος αρσενικό

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.