σιδεράκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σιδεράκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | σιδεράκια | ||
| κλητική | σιδεράκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σιδεράκια
Ετυμολογία
- σιδεράκια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σιδεράκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ορθοδοντική) μηχανισμός που προσαρμόζεται στην οδοντοστοιχία για να την ευθυγραμμίσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.