σησαμέλαιον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σησαμέλαιον τὰ σησαμέλαια
      γενική τοῦ σησαμελαίου τῶν σησαμελαίων
      δοτική τῷ σησαμελαί τοῖς σησαμελαίοις
    αιτιατική τὸ σησαμέλαιον τὰ σησαμέλαια
     κλητική ! σησαμέλαιον σησαμέλαια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σησαμέλαιον < αρχαία ελληνική σησάμη + -έλαιον

Ουσιαστικό

σησαμέλαιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.