σεφ

Νέα ελληνικά (el)

ένας σεφ θαυμάζει το δημιούργημά του

Ετυμολογία

σεφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chef (αρχηγός, στη σημασία για την κουζίνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsef/
ΔΦΑ : /ʃɛf/ (με γαλλική προφορά)

Ουσιαστικό

σεφ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (γαστρονομία, επάγγελμα) ο αρχιμάγειρας
  2. ο δεξιοτέχνης της μαγειρικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.