σεληνιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σεληνιάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεληνιάζομαι < σελήνη
Ρήμα
σεληνιάζομαι, π.αόρ.: σεληνιάστηκα, μτχ.π.π.: σεληνιασμένος (αποθετικό ρήμα)
- (λαϊκότροπο) παθαίνω επιληψία
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σεληνιάζομαι | σεληνιαζόμουν(α) | θα σεληνιάζομαι | να σεληνιάζομαι | ||
| β' ενικ. | σεληνιάζεσαι | σεληνιαζόσουν(α) | θα σεληνιάζεσαι | να σεληνιάζεσαι | (σεληνιάζου) | |
| γ' ενικ. | σεληνιάζεται | σεληνιαζόταν(ε) | θα σεληνιάζεται | να σεληνιάζεται | ||
| α' πληθ. | σεληνιαζόμαστε | σεληνιαζόμαστε σεληνιαζόμασταν |
θα σεληνιαζόμαστε | να σεληνιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | σεληνιάζεστε | σεληνιαζόσαστε σεληνιαζόσασταν |
θα σεληνιάζεστε | να σεληνιάζεστε | (σεληνιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | σεληνιάζονται | σεληνιάζονταν σεληνιαζόντουσαν |
θα σεληνιάζονται | να σεληνιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σεληνιάστηκα | θα σεληνιαστώ | να σεληνιαστώ | σεληνιαστεί | ||
| β' ενικ. | σεληνιάστηκες | θα σεληνιαστείς | να σεληνιαστείς | σεληνιάσου | ||
| γ' ενικ. | σεληνιάστηκε | θα σεληνιαστεί | να σεληνιαστεί | |||
| α' πληθ. | σεληνιαστήκαμε | θα σεληνιαστούμε | να σεληνιαστούμε | |||
| β' πληθ. | σεληνιαστήκατε | θα σεληνιαστείτε | να σεληνιαστείτε | σεληνιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | σεληνιάστηκαν σεληνιαστήκαν(ε) |
θα σεληνιαστούν(ε) | να σεληνιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σεληνιαστεί | είχα σεληνιαστεί | θα έχω σεληνιαστεί | να έχω σεληνιαστεί | σεληνιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σεληνιαστεί | είχες σεληνιαστεί | θα έχεις σεληνιαστεί | να έχεις σεληνιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σεληνιαστεί | είχε σεληνιαστεί | θα έχει σεληνιαστεί | να έχει σεληνιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σεληνιαστεί | είχαμε σεληνιαστεί | θα έχουμε σεληνιαστεί | να έχουμε σεληνιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σεληνιαστεί | είχατε σεληνιαστεί | θα έχετε σεληνιαστεί | να έχετε σεληνιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σεληνιαστεί | είχαν σεληνιαστεί | θα έχουν σεληνιαστεί | να έχουν σεληνιαστεί | ||
Μεταφράσεις
σεληνιάζομαι
|
Πηγές
- σεληνιάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σεληνιάζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεληνιάζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.