σεκόντο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
σεκόντο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση τραγουδιού
- (μεταφορικά) υποστήριξη κάποιου ή των απόψεων του
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) βοήθεια που προσφέρεται σε κάποιον ή στις προσπάθειές του
Εκφράσεις
- πρίμο σεκόντο: σε περιπτώσεις που κάποιος κατσαδιάζεται και ένας τρίτος υποστηρίζει αυτόν που τον κατσαδιάζει, μιλώντας σχεδόν ταυτόχρονα ή και από άλλη οπτική γωνία
- μ' άρχισαν κι οι δύο πρίμο σεκόντο και δεν τολμούσα να αρθρώσω λέξη
Μεταφράσεις
δεύτερη φωνή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.