δεύτερη φωνή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις δεύτερος και φωνή

Πολυλεκτικός όρος

δεύτερη φωνή θηλυκό

  • (μουσική) μελωδία, φωνή που συνηχεί αρμονικά και συνοδεύει την κύρια μελωδία (την πρώτη φωνή) ή συνηχεί και με άλλες φωνές στα πολυφωνικά έργα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.