σατυρίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σατυρίασῐς | αἱ | σατυριάσεις |
| γενική | τῆς | σατυριάσεως | τῶν | σατυριάσεων |
| δοτική | τῇ | σατυριάσει | ταῖς | σατυριάσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σατυρίασῐν | τὰς | σατυριάσεις |
| κλητική ὦ! | σατυρίασῐ | σατυριάσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σατυριάσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σατυριασέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σατυρίασις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σατυρίασις, -εως θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σατυρίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.