σίελον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σίελον τὰ σίελ
      γενική τοῦ σιέλου τῶν σιέλων
      δοτική τῷ σιέλ τοῖς σιέλοις
    αιτιατική τὸ σίελον τὰ σίελ
     κλητική ! σίελον σίελ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιέλω
γεν-δοτ τοῖν  σιέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίελον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σίελον ουδέτερο

  1. σάλιο
  2. μύξα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.