ρούφα τ' αβγό σου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρούφα τ' αβγό σου : ρούφα, προστακτική αορίστου του ρουφάω / ρουφώ & αιτιατική ενικού τ', το με έκθλιψη, αβγό & κτητική αντωνυμία σου. Η έκφραση οφείλεται σε παλαιότερη παιδική συνήθεια να τρώγεται το φρέσκο αβγό ρουφηχτό, κάνοντας προηγουμένως τρύπες με μια καρφίτσα στις άκρες του αυγού.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾufa t‿aˈvɣo‿su/

Έκφραση

ρούφα τ' αβγό σου

  • (προφορικό, μειωτικό) μην ανακατεύεσαι, μην παρεμβαίνεις, μη μιλάς, κοίτα τη δουλειά σου

  • κάτσε στ' αβγά σου

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ρουφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.