ρούτερ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾu.teɾ/
Ουσιαστικό
ρούτερ ουδέτερο άκλιτο
- (δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που δρομολογεί τα δεδομένα από έναν υπολογιστή σε ένα δίκτυο από αυτούς
- Το ρούτερ μας είναι πολύ παλιό.
Συνώνυμα
-
Δρομολογητής στη Βικιπαίδεια

- ρούτερ στα Κοινά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.