router
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
router
routers
Ετυμολογία
router
<
route
+
-er
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈɹuːtə(ɹ)
/ (
βρετανικό
)
ⓘ
ΔΦΑ
: /
ˈɹuːtə(ɹ)
/ & /
ˈɹaʊtɚ
/
(
ΗΠΑ
)
ⓘ
Ουσιαστικό
router
(en)
(
δίκτυο υπολογιστών
)
δρομολογητής
,
ρούτερ
Υπερώνυμα
network device
NAT
router
στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
router
(fr)
(
δίκτυο υπολογιστών
)
ο
δρομολογητής
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.