ρελαντί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρελαντί < (λόγιο δάνειο) γαλλική ralenti[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.lanˈti/ & /ɾe.lanˈdi/
Ουσιαστικό
ρελαντί ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία): ο ρυθμός λειτουργίας μιας μηχανής αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας στις χαμηλότερες δυνατές στροφές ανά λεπτό, όταν δηλαδή ο χειριστής δεν πατάει καθόλου το γκάζι
- (μεταφορικά) στο ρελαντί: με αργό και χαλαρό ρυθμό
Μεταφράσεις
- ρελαντί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.