ρεκόρ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈkoɾ/
Ουσιαστικό
ρεκόρ ουδέτερο άκλιτο
Εκφράσεις
- κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
- σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ρεκόρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.